θωμός

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A heap, A.Ag.295, Ar.Lys.973, Thphr.HP8.11.4, AP6.299 (Phan.): metaph., θ. ψηφισμάτων Ar.Fr.217. (Like θημών, fr. I.-E. dhē-, τί-θημι.)

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ (θεω, τίθημι), Hause, nach Thom. Mag. att, für θημών; γραίας ἐρείκης θωμόν Aesch. Ag. 286; Ar. Lys. 973; sp. D., wie Phani. 5 (VI, 299). Auch Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θωμός: ὁ, = σωρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 295, Ἀριστοφ. Λυσ. 973, Ἀποσπ. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4, Ἀνθ. Π. 6. 299, Ἡσύχ. – (ὡς τὸ θημών, ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tas (de blé, de paille).
Étymologie: R. Θε, poser.

Greek Monolingual

θωμός, ὁ (Α)
1. σωρός, στοίβα
2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα dhē- (-θη-) του τί-θη-μι, της οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω- (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα με τη σημασία «γνώμη, κρίση», ίσως δε και με τον φρυγ. τ. δούμος, (ονομασία θρησκευτικής αδελφότητας). Βλ. και λ. θω-ή].

Greek Monotonic

θωμός: ὁ, = σωρός, σωρός, σε Αισχύλ. (όπως το θημών, από το τί-θημι).