θήῃς

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek (Liddell-Scott)

θήῃς: ἴδε τὸ ῥῆμα τίθημι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de τίθημι.

English (Autenrieth)

see τίθημι.

Greek Monotonic

θήῃς: Επικ. αντί θῇς, βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του τίθημι.