θυτήριον

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,= θῦμα, E.IT243.    II = θυσιαστήριον, as name of the constellation Ara, Arat.403, Q.S.4.554.    III = θυμιατήριον, Phot.

German (Pape)

[Seite 1228] τό, das Opfer, Eur. I. T 243; der Opferaltar, Arat. 402, als Sternbild.

Greek (Liddell-Scott)

θῠτήριον: τό, = θῦμα, Εὐρ. Ι. Τ. 243. ΙΙ. = θυσιαστήριον, Λατ. ara, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 402. ΙΙΙ. = θυμιατήριον, Φώτ., πρβλ. Εὐστ. Πονηματ. 239. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυτήριον, τὸ (Α) θυτήρ
1. το προσφερόμενο ως θυσία, το θύμα
2. θυσιαστήριο, βωμός
3. θυμιατήριο.

Greek Monotonic

θῠτήριον: τό, = θῦμα, σε Ευρ.