Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυμιατήριο

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το
(ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) θυμιώ
σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι
νεοελλ.
σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση του εικονοστασίου τών σπιτιών
αρχ.
1. δοχείο για κάπνισμα
2. ονομασία του αστερισμού Βωμός.

Translations

censer

Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙; Arabic: مَبْخَرَة‎; Egyptian Arabic: مبخرة‎; Armenian: բուրվառ; Bulgarian: кади́лница; Catalan: encenser, peveter, turíbul; Chinese Mandarin: 香爐, 香炉; Czech: kadidelnice; Finnish: suitsutusastia, kadilo; French: encensoir; Galician: incensario, botafumeiro, turíbulo; Georgian: საცეცხლური; German: Duftrauchbrenner, Weihrauchschwenker; Greek: θυμιατό, θυμιατήρι, θυμιατήριο, θυμιατερό, λιβανιστήρι; Ancient Greek: θυμιαστήριον, θυμιατήρ, θυμίατρον, θυμιατρίς, θυμιητήριον, θυμιατήριον, θυΐσκη, θυΐσκος, θύσκη, θυίσκη, θύσκος, θύκος; Gujarati: ધૂપિયું; Italian: turibolo, incensiere; Japanese: 香炉; Korean: 향로; Latin: turibulum; Maltese: ċensier; Maori: oko tahu kakara; Polish: kadzidło; Portuguese: turíbulo, incensário; Russian: кадило, курильница, кадильница; Slovene: kadílnica; Spanish: incensario, botafumeiro, turíbulo, pebetero, turífero; Tagalog: dupaan, insensaryo; Ukrainian: кади́ло, кади́льниця; Vietnamese: lư hương; Yup'ik: katilaq