Ἱππομέδων
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.
Greek Monolingual
Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].