καλλιβόας

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιβόας Medium diacritics: καλλιβόας Low diacritics: καλλιβόας Capitals: ΚΑΛΛΙΒΟΑΣ
Transliteration A: kallibóas Transliteration B: kalliboas Transliteration C: kallivoas Beta Code: kallibo/as

English (LSJ)

α, ὁ,

   A beautiful-sounding, αὐλός Simon.46.3, S.Tr.640 (lyr.), Ar.Av.682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιβόας: -ου, ὁ, καλῶς, ἡδέως ἠχῶν, αὐλὸς Σιμωνίδ. 56, Σοφ. Τρ. 640, Ἀριστοφ. Ὄρν. 682.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a une belle voix, un beau son.
Étymologie: καλός, βοή.

Greek Monolingual

καλλιβόας, ὁ (Α)
(για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αγρο-βόας, ερημο-βόας].

Greek Monotonic

καλλιβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, εύηχος, σε Σοφ., Αριστοφ.