κακοπαθητικός
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A miserable, Arist.EE 1221a31.
German (Pape)
[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.
Greek Monolingual
κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.