κατασοβαρεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασοβᾰρεύομαι Medium diacritics: κατασοβαρεύομαι Low diacritics: κατασοβαρεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΟΒΑΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katasobareúomai Transliteration B: katasobareuomai Transliteration C: katasovareyomai Beta Code: katasobareu/omai

English (LSJ)

   A regard haughtily, τινος J.BJ3.1.1, D.L.1.81, Men.Prot.p.321 D.

German (Pape)

[Seite 1380] med., sich stolz, hoffährtig betragen gegen Jem., τινός, D. L. 1, 81, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασοβαρεύομαι: ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι πρός τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81.

Greek Monolingual

κατασοβαρεύομαι (AM)
καταφρονώ κάποιον, του συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»].