κατέσκληκα
From LSJ
English (LSJ)
A v. κατασκέλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.
Full diacritics: κατέσκληκα | Medium diacritics: κατέσκληκα | Low diacritics: κατέσκληκα | Capitals: ΚΑΤΕΣΚΛΗΚΑ |
Transliteration A: katésklēka | Transliteration B: katesklēka | Transliteration C: katesklika | Beta Code: kate/sklhka |
A v. κατασκέλλομαι.
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
v. κατασκέλλω.
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.