καταπυρίζω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A v. καππυρίζω.
German (Pape)
[Seite 1373] anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῠρίζω: καὶ ποιητ. τύπος καππυρίζω, καταπυρακτῶ, κατακαίω.
Greek Monolingual
καταπυρίζω και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) κατάπυρος
κατακαίω.
Greek Monotonic
καταπῠρίζω: βλ. καππυρίζω.