Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρπασον

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

κάρπασον, τὸ (Α)
1. το φυτό λευκός ελλέβορος
2. ο δηλητηριώδης χυμός του ελλέβορου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ. carpasum / carpathum). Η αναγωγή της λ. σε καρπός και επίθημα -άσον είναι προφανώς εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα kapasija και kapatija].