κηφήνιον
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
τό, Dim. of κηφήν,
A drone's grub, Arist.HA623b34; drone's cell, ib.624a2.
German (Pape)
[Seite 1436] τό (dim. zum Vorigen, kleine Drohne, od. junge Brut der Drohnen), die Drohnenzelle, Arist. H. A. 9, 40 A.
Greek (Liddell-Scott)
κηφήνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κηφήν, ὁ κηφὴν ἐν καταστάσει ἐμβρύου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 7.