κιχλισμός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιχλισμός Medium diacritics: κιχλισμός Low diacritics: κιχλισμός Capitals: ΚΙΧΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kichlismós Transliteration B: kichlismos Transliteration C: kichlismos Beta Code: kixlismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tittering, giggling, Ar.Nu.1073 (pl., v.l. καχασμῶν), cf.AB271.

German (Pape)

[Seite 1444] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.

Greek (Liddell-Scott)

κιχλισμός: ὁ, ἠλίθιος γέλως, καγχασμός, Κλήμ. Ἀλ. 196 (ἐντεῦθεν κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ καχασμός· πρβλ κιχλίζω. Καθ’ Ἡσύχ.: «κιχλισμός· γέλως σφοδρὸς» (αἰσχρὸς γέλως μετὰ ἀταξίας).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat de rire.
Étymologie: κιχλίζω¹.

Greek Monolingual

κιχλισμός, ὁ (Α) κιχλίζω
ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.).