Κοίλη
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἡ,
A v. κοῖλος 1.2. κοιλήπατα, τά, giblets of poultry, Gloss.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
Koilè, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Greek Monotonic
Κοίλη: ἡ, θηλ. του κοῖλος, όνομα ενός δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Κοίλη: ἡ Кела (дем в атт. филе Ἱπποθωντίς) Her., Dem.