κώριον
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
τό, Dor. for κόριον (A) (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1547] τό, dor. = κούριον, κόριον, Ar. Ach. 696, wo Bekker κώριχ' aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
κώριον: τό, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούριον, κόριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dor. c. κόριον.
Greek Monolingual
κώριον, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόριον.