κριθίζω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
A feed with barley, Aesop.178, Babr.76.2.
German (Pape)
[Seite 1508] mit Gerste ernähren, füttern, Babr. 27.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθίζω: μέλλ. -ίσω, τρέφω διὰ κριθῶν, Βαβρ. 76. 2.
French (Bailly abrégé)
nourrir d’orge.
Étymologie: κριθή.
Greek Monolingual
κριθίζω (Α) κριθή
ταΐζω ζώα με κριθάρι, τρέφω με κριθάρι.
Greek Monotonic
κρῑθίζω: μέλ. -ίσω, ταΐζω με κριθάρι, σε Βάβρ.