μεθερμηνεύω
English (LSJ)
A translate, LXX Si.Prol., Str.17.1.29:—freq. in Pass., Plb.6.26.6, Aristeas 38, PTeb. 164i2 (ii B. C.), D.S.1.11, D.H.4.76, Ev.Matt.1.23, etc.
German (Pape)
[Seite 111] aus einer Sprache in die andere übersetzen, dollmetschen; Pol. 6, 26, 6; Sp., wie Matth. 1, 23; μεθηρμηνευμένα κατὰ λέξιν, Plut. Cat. mai. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μεθερμηνεύω: ἑρμηνεύω, μεταφράζω, Πολύβ. 6. 26, 6, Καιν. Διαθ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. μεθηρμηνευμένος;
interpréter, traduire.
Étymologie: μετά, ἑρμηνεύω.
English (Strong)
from μετά and ἑρμηνεύω; to explain over, i.e. translate: (by) interpret(-ation).
English (Thayer)
passive, 3rd person singular μεθερμηνεύεται, participle μεθερμηνευόμενον; to translate into the language of one with whom I wish to communicate, to interpret: L Tr WH, 41 (42); Polybius, Diodorus, Plutarch, (Sir. prol. 1. 19; others).)
Greek Monolingual
(ΑM μεθερμηνεύω)
εξηγώ κάτι από μια γλώσσα σε άλλη, μεταφράζω, ερμηνεύω
νεοελλ.-αρχ.
φρ. «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον» — το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει, με άλλα λόγια, δηλαδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑρμηνεύω.