ὅκα

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅκᾰ Medium diacritics: ὅκα Low diacritics: όκα Capitals: ΟΚΑ
Transliteration A: hóka Transliteration B: hoka Transliteration C: oka Beta Code: o(/ka

English (LSJ)

Dor. for ὅτε, Ar.Lys.1251, SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), 241.145 (Delph.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Theoc.1.66 ; ἔστ' ὅκα· ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις, Hsch. :—also ὅκκᾰ (q. v.).

German (Pape)

[Seite 315] poet. ὅκκα, dor. = ὅτε, vgl. πόκα u. τόκα.

Greek (Liddell-Scott)

ὅκᾰ: Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ πόκα, τόκα ἀντὶ πότε, τότε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, ἔνθα ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὅτε.

Greek Monotonic

ὅκᾰ: ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί ὅτε, όπως πόκα αντί ποτέ, σε Αριστοφ. κ.λπ.