περίνους
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νους (< νόος, νοῦς)].