περιπόλαρχος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
[Seite 588] ὁ, = Vorigem, Thuc. 8, 92.
ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.
ὁ, Α
περιπολάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -αρχος (< ἄρχω)].
περιπόλαρχος -ου, ὁ [περίπολος, ἄρχω] patrouillecommandant.