περιπόλαρχος

German (Pape)

[Seite 588] ὁ, = Vorigem, Thuc. 8, 92.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
περιπολάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -αρχος (< ἄρχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόλαρχος -ου, ὁ [περίπολος, ἄρχω] patrouillecommandant.

Russian (Dvoretsky)

περιπόλαρχος: или περιπολάρχης, ου ὁ начальник стражи Thuc.

English (Woodhouse)

commander of a patrol