πολύαιμος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαιμος Medium diacritics: πολύαιμος Low diacritics: πολύαιμος Capitals: ΠΟΛΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: polýaimos Transliteration B: polyaimos Transliteration C: polyaimos Beta Code: polu/aimos

English (LSJ)

ον,

   A full of blood, of a full habit, Hp.Flat.14, Arist.HA515a20, 520b27 (Comp.); πλεύμων Id.PA669a27.

German (Pape)

[Seite 659] voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαιμος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, ἀφθονία αἵματος, αὐτόθι 13. 6. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύαιμος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό-αιμος, παχύ-αιμος].