πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
[Seite 663] H. h. Apoll. 417, = Folgdm.
ος, ον :
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.
-ον, Α
πολύϊχθυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθυος (< ἰχθῦς, -ύος «ψάρι»)].