πολύκερως

From LSJ
Revision as of 14:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνοςφόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].

Greek Monotonic

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.