πολύψαμμος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, = foreg., ψάμαθος dub. l. in AP7.214 (Arch., fort. πολυξάντους).

German (Pape)

[Seite 677] sehr sandig, Archi. 30 (VII, 214).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de sable.
Étymologie: πολύς, ψάμμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυψάμαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό-ψαμμος)].