πολυχρώματος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ον,
A = πολύχροος, Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.
German (Pape)
[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].
Greek Monotonic
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.