σκᾶνος
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
Dor. for σκῆνος, Ti.Locr.101c, al., Ocell. ap. Stob.1.13.2: but σκάνος· αἰτία, κώλυμα, Hsch., cf. Gal.19.138 (σικανός cod.).
Greek (Liddell-Scott)
σκᾶνος: Δωρ. ἀντὶ σκῆνος, Τίμ. Λοκρ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα»
2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον».———————— τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σκήνος.