συνίμεν

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de σύνειμι².

Greek Monotonic

συνίμεν: Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).