ταγά

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγά Medium diacritics: ταγά Low diacritics: ταγά Capitals: ΤΑΓΑ
Transliteration A: tagá Transliteration B: taga Transliteration C: taga Beta Code: taga/

English (LSJ)

,

   A time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].