ταχυτής

From LSJ
Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠτής Medium diacritics: ταχυτής Low diacritics: ταχυτής Capitals: ΤΑΧΥΤΗΣ
Transliteration A: tachytḗs Transliteration B: tachytēs Transliteration C: tachytis Beta Code: taxuth/s

English (LSJ)

ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83),

   A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.

German (Pape)

[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.

English (Autenrieth)

ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.

Greek Monolingual

-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.

Greek Monotonic

τᾰχῠτής: -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.