τηΰσιος

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (Alcm.92, B.5.81),

   A idle, vain, undertaken to no purpose, τηϋσίη ὁδός Od.3.316, 15.13; τηΰσιον ἔπος an idle, rash word, h.Ap.540; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. l.c.; τ. πόδες A.R.3.651. Adv. τηϋσίως Theoc.25.230. Cf. αὔσιος.

Greek (Liddell-Scott)

τηΰσιος: -α, -ον, μάταιος, πρὸς οὐδὲν ὠφέλιμος, ἀνωφελής, μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον ἔπος, μάταιος, τραχὺς λόγος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ τύπος ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ τύπος αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
vain, inutile.
Étymologie: DELG vieil adj. poét.

Greek Monolingual

και ταΰσιος, -ία, -ον, Α
μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός»— στην ΙΕ ρίζα (s)tāi- «κλέβω», tāiu-s- «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ. ινδ. tāyu, αβεστ. tāyu-, αρχ. σλαβ. tatb, με οδοντική παρέκταση). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το επίθ. τηΰσιος έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τηΰς (< ΙΕ tāiu-s) με κατάλ. -σιος (πρβλ. ἐτώσιος: ἐτός). Η λ., τέλος, συνδέεται με το ρ. τητῶμαι].

Greek Monotonic

τηΰσιος: Δωρ. τᾶΰσιος, -α (Ιων. -η), -ον, μάταιος, ανώφελος, άσκοπος, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. τηϋσίως, σε Θεόκρ.