ἐτός
English (LSJ)
(A), Adv. without reason, in vain, only with neg., οὐκ ἐτός = no wonder, Ar.Ach.411,al., Philetaer.5, Anaxil. 30, Pl.R.414e, 568a; οὐκ ἐτὸς ἄρ' ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή Ar.Ec.245, cf. Pl.404.
(B), ή, όν, = ἐτεός, true, Hsch., perhaps to be read in Crates Com.8: neut. pl. ἐτά truly, Call.Fr.anon.283.
German (Pape)
[Seite 1053] adv. = ἐτωσίως, wohl nur in der Vrbdg οὐκ ἐτός, nicht ohne Grund, nicht umsonst, οὐκ ἐτὸς πάλαι ᾐσχύνου τὸ ψεῦδος λέγειν Plat. Rep. III, 414 e, vgl. VIII, 568 a; in Fragen, οὐκ ἐτὸς ἄρ' ὡς ἔμ' ἦλθεν οὐδεπώποτε Ar. Plut. 404, es war also nicht ohne Grund, daß er nicht mehr zu mir kam, vgl. 1166; οὐκ ἐτὸς ἄρ' ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή Eccl. 246; vgl. Anaxil. bei Ath. X, 416 f Philetaer. ibd. XIII, 559 a; von 8p. Opp. Cyn. 1, 53 u. Themist. or. öfter; VLL. μάτην, παρέργως. ή, όν, adj. verb. von εἰμί, Hesych., zur Erkl. von ἐτεός.
French (Bailly abrégé)
adv.
seul. dans la locut. οὐκ ἐτός, non sans raison ; particul. dans les interr. οὐκ ἐτὸς ἀρ’… ; alors c'était donc pour rien que ?
Russian (Dvoretsky)
ἐτός: adv. (ср. ἐτώσιος) напрасно, зря; только в выраж. οὐκ ἐ. не без основания, не напрасно Plat.: οὐκ ἐ. ἄρ᾽ ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή Arph. недаром же ты так красноречива и умна.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτός: Ἐπίρρ. = ἐτωσίως, μάτην, ἄνευ λόγου, ματαίως, μόνον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐτός, Λατ. non frustra, non temere, non sine ratione, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, 413, Ὄρν. 915, Θεσμ. 921, Πλ. 1166, Ἀποσπ. 116, Φιλέταιρ. ἐν «Κορινθιαστῇ» 1, Πλάτ. Πολ. 414Ε, 568Α· οὕτως ἐν ἐρωτήσεσιν, οὐκ ἐτὸς ἄρ’ ὡς ἔμ’ ἦλθεν οὐδεπώποτε; Ἀριστοφ. Πλ. 404· οὐκ ἐτὸς ἄρ’ ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή; ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 245. ΙΙ. ἡ σημασία: ὄντως, πράγματι, = ἐτεόν φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν Γραμμ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἔτος)
1. χρονική περίοδος που αντιστοιχεί προς το διάστημα μιας πλήρους περιφοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο
περίοδος 12 μηνών από την πρώτη Ιανουαρίου ώς το τέλος Δεκεμβρίου (κν. χρονιά, χρόνος) («ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδ' ἐεικοστὸν ἔτος ἐστίν, ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην», Ομ. Ιλ.)
2. για ηλικία ανθρώπου (α. «οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες», Ξεν.
β. «είναι δώδεκα ετών»)
νεοελλ.
1. χρόνος μιας πλήρους περιφοράς κάποιου πλανήτη γύρω από τον Ήλιο («έτος του Διός»)
2. φρ. α) «αστρικό έτος» — ο χρόνος που χρειάζεται ο Ήλιος για να επιστρέψει στο ίδιο σημείο μετά τη φαινομένη ετήσια πορεία του ως προς το σύνολο τών άλλων αστέρων, ίσος με 365 μέρες, 6 ώρες, 9', 10")
β) «τροπικό έτος» — ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του ηλιακού κέντρου από το σημείο της εαρινής ισημερίας, ίσος με 365 μέρες, 5 ώρες, 48', 46"
γ) «πολιτικό έτος» — το έτος που έχει οριστεί, κατά κοινωνική οικονομία, ίσο με 365 ακέραιες μέρες και ανά τετραετία από 366
δ) «οικονομικό έτος» — χρονική περίοδος από 1ης Απριλίου έως 31ης Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που περιλαμβάνει τις διοικητικές πράξεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και την κίνηση τών οικονομικών του κράτους
ε) «δίσεκτο ή βίσεκτο έτος» — το έτος που ανά τετραετία αποτελείται από 366 μέρες
στ) «εμβόλιμο έτος» — το έτος στο οποίο παρεμβαλλόταν ο εμβόλιμος μήνας τών αρχαίων
ζ) «έτος φωτός» — μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τις αποστάσεις τών αστέρων και τών γαλαξιών στην αστρονομία
η) «ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό, σχολικό έτος» — η περίοδος τών μαθημάτων του πανεπιστημίου, του σχολείου (περίπου από τον Σεπτέμβριο ώς τον Ιούλιο του επόμενου έτους)
θ) «πολλά τα έτη, δέσποτα» — ως χαιρετισμός προς ιερέα
ι) «εις έτη πολλά» — ευχή για το νέο έτος ή για την ονομαστική γιορτή κάποιου
μσν.
φρ.
1. «νέον ἄγω τὸ ἔτος» — είμαι νέος
2. «τὰ κατ' ἔτος» — η ετήσια χορηγία
αρχ.
(για βασιλείς) η περίοδος από την ανάρρηση στον θρόνο, το βασιλικό έτος («τὸ πέμπτον ἔτος Δομιτιανοῦ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. wetes- «έτος». Συνδέεται με το αλβ. vit «έτος», πιθ. με το λατ. vetus «παλαιός», το μεσ.-σαπ. ata-vetes (=αυτόετες;) «στο ίδιο έτος», το χεττ. šav-itiš-t «βρέφος» και το αρχ. ινδ. tri-vats-a «τριετής». Στο αρχ. ελλ. έταλον «ζώο ενός έτους» αντιστοιχούν το λατ. vitulus «μοσχαράκι» και το ουμβρ. vitluf «μοσχαράκι». Κοινής προελεύσεως θ. έχουν και τα αρχ. ελλ. νέωτα, οιετέας, πέρυσι, σήτες βλ. λ.. Η λ. έτος ως β' συνθετικό απαντά στους τύπους -ετής και -έτης. Από τον τελευταίο διά συναιρέσεως με το ληκτικό φωνήεν του α' συνθετικού προέκυψαν τ. σε -ούτης.
ΠΑΡ. ετήσιος
αρχ.
έτειος, έταλον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό, -ετής) δεκαετής, διετής, εξαετής, πεντηκονταετής, τετραετής, τριακονταετής, χιλιετής
αρχ.
αμφιετής, αυτοετής, επιετής ισοετής, καλοετής, μυριετής, παλαιετής, πεντεκαιδεκαετής, τετρακαιδεκαετής, τοσαετής
νεοελλ.
δευτεροετής, μονοετής, ολιγοετής, πρωτοετής, τριτοετής κ.ά. (Β' συνθετικό, -έτης) δεκαέτης, εξαέτης, επταέτης
αρχ.
διέτης, εικοσέτης, ημιέτης, ολιγοέτης, ομοέτης, πεντέτης, τεσσαρεσκαιδεκέτης, τετρακαιδεκέτης, τριέτης, υπερεξηκοντέτης, χιλιέτης. (Β' συνθετικό, -ούτης), εβδομηκοντούτης ενενηκοντούτης, εξηκοντούτης, πεντηκοντούτης, ογδοηκοντούτης, τεσσαρακοντούτης, τριακοντούτης υπερεξηκοντούτης].
(I)
ἐτός (Α)
επίρρ. (πάντοτε με άρνηση) ματαίως, χωρίς λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -τος (πρβλ. εντός) < Fετός, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ swe-tos. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. svatah, αβεστ. xvatō «αφ' εαυτού, από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. hut «μάταια» και με τον τ. αύτως «μάταια, απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης ετός θεωρείται το επίθ. ετώσιος < Fετώσιος].
(II)
ἐτός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ετεός, αληθής
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἐτά
πράγματι, στ' αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετάζω].
(III)
ἑτός, -ή, -όν (Α)
(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ίημι «ρίχνω», που εμφανίζει το αοριστικό θ. ἑ- (πρβλ. προστ. αορ. ἕ-ς, ἕ-τω)].
Greek Monotonic
ἐτός: επίρρ., = -ἐτωσίως, χωρίς λόγο, μάταια, μόνο με άρνηση, οὐκ ἐτός, Λατ. non temere, σε Αριστοφ., Πλάτ.· οὐκ ἐτὸς ἄρ' ἦλθεν, δεν ήταν μάταιο τότε το ότι ήρθε; σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: adv.
Meaning: only with negation οὑκ ἐτός not in vain (Att.); beside it ἐτώσιος adj. useless, fruitless (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Though its formation is unclear (cf. Chantraine Formation 42, Schwyzer 466, Mezger Word 2, 229) ἐτώσιος for *Ϝετώσιος (rejected by Fay Class. Quart. 3, 273) is prob. an adjectivising enlargement of ἐτός (cf. περιώσιος beside περί), which stands for *Ϝετός and formally belongs to the adverbs in -τός (ἐν-τός etc.). Further unclear; semantically near is Alb. hut useless, empty, idle < IE *uto- (Jokl WienAkSb. 168: 1,31); Meillet MSL 8, 235f. and Brugmann Grundr.2 2: 2, 809 further adduce αὔτως as idle, useless (cf. s. αὑτός). After Ebel KZ 5, 69 (thus Prellwitz and Bartholomae WB.) however identical with Skt. svatáḥ, Av. xvatō of itself (IE *su̯e-tós), which seems possible in spite of the difference in meaning (of itself > withou outside cause?).
Middle Liddell
= ἐτωσίως,]
without reason, for nothing, only with negat. οὐκ ἐτός, Lat. non temere, Ar., Plat.; οὐκ ἐτὸς ἄρ' ἦλθεν it was not for nothing then that he came? Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἐτός: 1.
{etós}
Grammar: Adv.,
Meaning: nur mit Negation οὐκ ἐτός nicht umsonst, nicht ohne Grund (att.); daneben ἐτώσιος Adj. vergeblich, erfolglos (ep. seit Il.).
Etymology: Obschon der Bildung nach dunkel (vgl. Chantraine Formation 42, Schwyzer 466 m. Lit., Mezger Word 2, 229) ist ἐτώσιος für *ϝετώσιος (dagegen Fay Class. Quart. 3, 273) wahrscheinlich eine adjektivierende Erweiterung von ἐτός (vgl. περιώσιος neben περί), das somit für *ϝετός steht und formal >zu den Adverbia auf -τός (ἐντός usw.) stimmt. Sonst unklar; semantisch am nächsten kommt alb. hut vergeblich, leer, eitel aus idg. *uto- (Jokl WienAkSb. 168: 1,31); Meillet MSL 8, 235f. und Brugmann Grundr.2 2: 2, 809 ziehen noch heran αὔτως im Sinn von eitel, vergebens (vgl. s. αὐτός). Nach Ebel KZ 5, 69 (zustimmend Prellwitz und Bartholomae WB.) dagegen mit aind. svatáḥ, aw. xvatō von selbst formal identisch (idg. *su̯e-tós), was trotz der Bedeutungsverschiedenheit (von selbst > ohne äußeren Grund?) immer Beachtung verdient.
Page 1,582-583