τρήρων

From LSJ
Revision as of 13:23, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρήρων Medium diacritics: τρήρων Low diacritics: τρήρων Capitals: ΤΡΗΡΩΝ
Transliteration A: trḗrōn Transliteration B: trērōn Transliteration C: triron Beta Code: trh/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, (τρέω)

   A timorous, shy, in Hom. always epith. of doves (i. e. of περιστεραί, the genus of which πέλειαι are a species, acc. to Eust.1262.61), τρήρωσι πελειάσιν Il.5.778, h.Ap.114, cf. Ar. Av.575; πέλειαι τρήρωνες Od.12.63; τρήρωνα πέλειαν Il.22.140, 23.853, cf. A.R.3.541; κέπφοι τ. Ar.Pax 1067.    II fem. Subst. trembler, = περιστερά (metaph. of women), Lyc.87,423. (Since the Subst. is implied for Hom. in πολυτρήρων, τ. is perh. always a Subst., name of the genus, and τ. πελειάδες is to be compared with ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

τρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, (τρέω), τρέμων, πτοούμενος εὐκόλως, δειλός, ἀείποτε ἐπίθετ. τῶν ἀγρίων περιστερῶν, τρήρωσι πελειάσι Ἰλ. Ε. 778· πέλειαι τρήρωνες Ὀδ. Μ. 63· τρήρωνα πέλειαν Χ. 140., Ψ. 853, κλπ.· κέπφοι τρ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. κατήντησεν ὡς οὐσιαστ., ἡ τρέμουσα, ἡ δειλή, = πέλεια, τρήρωνες εἰς ἅρπαγμα, «εἰς ἁρπαγὴν τῆς λαγνιστάτης τρήρωνος, ἤτοι τῆς περιστερᾶς... ἢ τῆς δειλῆς καὶ ταχείας· λέγει δὲ τὴν Ἑλένην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 87. 423· καὶ τὸ σύνθετον πολυτρήρων δεικνύει ὅτι ἡ σημασία αὕτη τῆς λέξεως ἦν γνωστὴ τῷ Ὁμήρῳ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
craintif, peureux, timide ; ἡ τρήρων colombe, oiseau.
Étymologie: τρέω.

English (Autenrieth)

ωνος (τρέω): timid, epith. of the dove.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι
β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ-ων έχει σχηματιστεί με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, δρόμ-ων από ένα επίθ. τρηρός / τρᾱρός, που μαρτυρείται στους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «τρηρόν ἐλαφρόν, ταχύ» και «τραρόν
τραχύ». Ο αρχικός τ. τρᾱρόν (< τρᾰσ-ρόν με αντέκταση) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τρᾰσ- της ρίζας tres- του ρήματος τρέω «τρέπομαι σε φυγή από φόβο» με επίθημα -ρόν].

Greek Monotonic

τρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ (τρέω), αυτός που τρέμει, ντροπαλός, δειλός, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρήρων -ωνος [τρέω] adj., trillend, schuchter:. τρήρωσι πελειάσιν... ὁμοῖαι lijkend op schuchtere duiven Il. 5.778.