οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
[Seite 1133] dor. statt τρώγω.
τράγω: Δωρ. ἀντὶ τρώγω, ὡς τὸ πρᾶτος ἀντὶ πρῶτος.
ῃς, ῃ;
sbj. ao.2 de τρώγω.
Α
(δωρ. τ.) βλ. τρώγω.
τράγω: Δωρ. αντί τρώγω.