ψιλής

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ-ής)].