ὡσπερανεί
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
[Seite 1422] = Folgdm; Isocr. 4, 148 Plat. Prot. 311 b u. sonst.
Α
επίρρ. ὡσπερεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + ἄν + εἰ].