ὠκυδίδακτος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίδακτος Medium diacritics: ὠκυδίδακτος Low diacritics: ωκυδίδακτος Capitals: ΩΚΥΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ōkydídaktos Transliteration B: ōkydidaktos Transliteration C: okydidaktos Beta Code: w)kudi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίδακτος: -ον, ὁ ταχέως διδασκόμενος, ψιττακὸς Ἀνθ. Παλατ. 9.562.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apprend vite.
Étymologie: ὠκύς, διδάσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο-δίδακτος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίδακτος: [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται γρήγορα, σε Ανθ.