διαμοιράομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (Autenrieth)
(μοῖρα): portion out, Od. 14.434†.
Spanish (DGE)
dividir, distribuir en partes, repartir c. ac. τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434, κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο A.R.1.395, ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου Orph.Fr.210, καμάτους τοὺς σούς AP 7.645 (Crin.), cf. 14.116, 120 (ambos Metrod.), cf. Dionysius 33.23
•c. ac. y dat. de pers. repartirse algo con alguien μῆλα φίλαις διεμοιρήσαντο Ἰνὼ καὶ Σεμέλη ... παρθενικαῖς AP 14.119 (Metrod.), en v. pas. πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου Ath.12e.