καρβάτινος
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
[βᾰ], η, ον,
A made of hide, οἰκίαι Ph.Bel.101.31:—esp. καρβάτιναι, αἱ, shoes of undressed leather, brogues, X.An.4.5.14, Arist.HA499a30, Luc.Alex.39:—also καρπάτινον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1326] von rohem Leder gemacht; οἰκίαι, lederne Schilderhäuschen, Mathem. vett.
Greek Monolingual
καρβάτινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού
2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι
είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», Ξεν.
β. «καρβατίνη, ἀγροτικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», Πολυδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) τὸ καρπάτινον «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταλ. -ινος δηλωτική της ύλης, πρβλ. δερμάτ-ινος, ξύλ-ıνoς. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. kurpė, τσεχ. krpě, αρχ. ισλανδ. hriflingr και αρχ. ιρλδ. cairem, όλα με τη σημασία «υποδηματοποιός». Θα μπορούσε έτσι να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα kerәp- «κομμάτι από δέρμα». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (πρβλ. λατ. carbatina)].