κατέσσυτο

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek (Liddell-Scott)

κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.

English (Autenrieth)

see κατασεύομαι.

Greek Monotonic

κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.