κατέσσυτο
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek (Liddell-Scott)
κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.
English (Autenrieth)
see κατασεύομαι.
Greek Monotonic
κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.