κατασιλλαίνω
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
English (LSJ)
A mock at, Hp.Praec.8.
German (Pape)
[Seite 1377] verspotten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατασιλλαίνω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, Ἱππ. 27. 41.
Greek Monolingual
κατασιλλαίνω (Α)
εμπαίζω, κοροϊδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σιλλαίνω «εμπαίζω» (< σίλλος «σατυρικό ποίημα»)].