κατολολύζω

From LSJ
Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολολύζω Medium diacritics: κατολολύζω Low diacritics: κατολολύζω Capitals: ΚΑΤΟΛΟΛΥΖΩ
Transliteration A: katololýzō Transliteration B: katololyzō Transliteration C: katololyzo Beta Code: katololu/zw

English (LSJ)

   A shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.

Greek (Liddell-Scott)

κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.

French (Bailly abrégé)

pousser un cri de triomphe sur ou au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.

Greek Monolingual

κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].

Greek Monotonic

κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατολολύζω: сопровождать криком, восклицать: κατολολυξάτω θύματος Aesch. (Эринии), издайте (ликующий) возглас над жертвой.