παρακίω

From LSJ
Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακίω Medium diacritics: παρακίω Low diacritics: παρακίω Capitals: ΠΑΡΑΚΙΩ
Transliteration A: parakíō Transliteration B: parakiō Transliteration C: parakio Beta Code: paraki/w

English (LSJ)

[ῐ],

   A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).

German (Pape)

[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.

Greek (Liddell-Scott)

παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].

Greek Monotonic

παρακίω: [ῐ], περνώ από κοντά, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρακίω: проходить мимо: παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης Hom. какой-л. мимо идущий путник.