πιπίζω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

German (Pape)

[Seite 617] = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.———————— (II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].