πλείσταρχος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλείσταρχος Medium diacritics: πλείσταρχος Low diacritics: πλείσταρχος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pleístarchos Transliteration B: pleistarchos Transliteration C: pleistarchos Beta Code: plei/starxos

English (LSJ)

ον,

   A holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].