ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Full diacritics: πλείσταρχος | Medium diacritics: πλείσταρχος | Low diacritics: πλείσταρχος | Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: pleístarchos | Transliteration B: pleistarchos | Transliteration C: pleistarchos | Beta Code: plei/starxos |
ον,
A holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].