Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Full diacritics: ποικῐλτέον | Medium diacritics: ποικιλτέον | Low diacritics: ποικιλτέον | Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΕΟΝ |
Transliteration A: poikiltéon | Transliteration B: poikilteon | Transliteration C: poikilteon | Beta Code: poikilte/on |
A one must work in embroidery, Id.R. 378c.
ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.