ποικιλτέον

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτέον Medium diacritics: ποικιλτέον Low diacritics: ποικιλτέον Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΕΟΝ
Transliteration A: poikiltéon Transliteration B: poikilteon Transliteration C: poikilteon Beta Code: poikilte/on

English (LSJ)

   A one must work in embroidery, Id.R. 378c.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.

Greek Monotonic

ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.