προσάρχομαι
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
A offer, present, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην Pl.Tht.168c: so perh. τὸν Βρασίδαν . . ἐταινίουν τε καὶ προσήρχοντο ὥσπερ ἀθλητῇ paid him the tributes due to an athlete (for which see Plu.Caes.30), Th.4.121.
German (Pape)
[Seite 752] = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προσηρκεσάμην lesen.
Greek (Liddell-Scott)
προσάρχομαι: ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, προσφέρω, κάμνω προσφοράν.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
προσάρχομαι: (aor. προσηρξάμην) оказывать, подавать: π. εἰς βοήθειάν τινι Plat. оказывать кому-л. помощь (v. l. - προσηρκεσάμην к προσαρκέω).