πρόσκωπος

From LSJ
Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκωπος Medium diacritics: πρόσκωπος Low diacritics: πρόσκωπος Capitals: ΠΡΟΣΚΩΠΟΣ
Transliteration A: próskōpos Transliteration B: proskōpos Transliteration C: proskopos Beta Code: pro/skwpos

English (LSJ)

ον,

   A at the oar, rower, Th.1.10, Luc.Cat.19.

German (Pape)

[Seite 771] am, beim Ruder, rudernd; Thuc. 1, 10; Luc. Char. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκωπος: -ον, ὁ πρὸς τῇ κώπῃ ὤν, ἐρέτης, κωπηλάτης, Θουκ. 1. 10, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
penché sur les rames.
Étymologie: πρός, κώπη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο κουπί, ο κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. πρό-κωπος].

Greek Monotonic

πρόσκωπος: -ον (κώπη), ερέτης, κωπηλάτης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκωπος: ὁ гребец Thuc., Luc.