στερητέος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
α, ον,
A to be deprived, τινος Hp.Acut.39.
Greek (Liddell-Scott)
στερητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ στερήσῃ, τινὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.