συναλιάζω

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾱλιάζω Medium diacritics: συναλιάζω Low diacritics: συναλιάζω Capitals: ΣΥΝΑΛΙΑΖΩ
Transliteration A: synaliázō Transliteration B: synaliazō Transliteration C: synaliazo Beta Code: sunalia/zw

English (LSJ)

Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Russian (Dvoretsky)

συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).